-
1 σύνοπτος
σύνοπ-τος, ον,A that can be seen, visible, τάφος σ. πρὸς τὴν τῶν Κορινθίων χώραν visible from Corinthian territory, Arist.Pol. 1274a38; τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι ς. Id.Mir. 843a9;ἀντίγραφα εἰς τὸ δημόσιον μάλιστα ἑστάναι σ. τοῖς ἀναγιγνώσκουσιν PFay.20.23
(iii A.D.);ὄρος, ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ῥώμη D.H.9.24
; κίνδυνος ἅπασι ς. Plb.2.28.9;σ. οὐδὲν ἦν ἀπὸ τῶν πολεμίων Plu.Tim.27
; ἐν συνόπτῳ εἶναι to be within sight of land, v.l. for ἀπόπτῳ in Aeschin.Ep.1.4.II intelligible, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνοπτος
-
2 ἀθῷος
A scot-free, E.Ba. 672, etc.;ἐγὼ μὲν ἀ. ἅπασι D.18.125
; ἀθῴους καθιστάναι τινάς to secure their immunity, Id.3.11; ἀθῷον ἀφιέναι Test. ap. eund.21.107; ἀ. ἀπαλλάττειν or - εσθαι to get off scot-free, Pl.Sph. 254d, Lys.6.4;ἀπέρχεσθαι Archipp. 40
;διαφυγεῖν Men.130
.2 c. gen., free from a thing, ; ἀ. ἀδικημάτων unpunished for offences, Lycurg.79, cf. D.S.14.76.II not deserving punishment, guiltless,ἀ. ὁ κτείνων Democr.257
;ἀ. χερσί LXX Ps.23(24).4
;ἀ. ἀπὸ τοῦ αἵματος Ev.Matt. 27.24
.
См. также в других словарях:
σύνοπτος — ον, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί να δει κανείς μεμιάς, κάτοπτος, ολοφάνερος («κίνδυνος ἅπασι σύνοπτος», Πολ.) 2. κατανοητός, εύληπτος («σύνοπτα ευνόητα», Ησύχ.) 3. φρ. «ἐν συνόπτῳ εἰμί» είμαι σε τέτοια απόσταση ώστε να βλέπω τη Γη (Αισχίν.).… … Dictionary of Greek
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek